Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοτρώω [kakotróo] Ρ αόρ. κακόφαγα και κακοέφαγα, απαρέμφ. κακοφάει : τρώω ανεπαρκή ποσότητα τροφής, κακής ποιότητας, όχι σωστά παρασκευασμένη ή γενικότερα, τρώω σε ακατάλληλο περιβάλλον ή σε ακατάλληλες συνθήκες.
[κακο- + τρώω]