Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπαντρεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπαντρεύω [kakopandrévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.) : για κάποια ή για κπ. που έκανε έναν αποτυχημένο γάμο. ANT καλοπαντρεύω.

[μσν. κακοπαντρεύω < κακο- + παντρεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go