Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοπαίρνω [kakopérno] Ρ αόρ. κακοπήρα, απαρέμφ. κακοπάρει : 1. ~ κτ., παρεξηγώ κτ., δεν το ερμηνεύω σωστά· ΣYN έκφρ. το παίρνω στρα βά: Εγώ το έκανα για να τον βοηθήσω, αυτός όμως το κακοπήρε. 2. ~ κπ., τον αποπαίρνω.
[κακο- + παίρνω]