Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπέφτω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπέφτω [kakopéfto] Ρ αόρ. κακόπεσα και κακοέπεσα, απαρέμφ. κακοπέσει : (οικ.) πέφτω σε κακά χέρια. α. κακοπαντρεύομαι: Kακόπεσε η δόλια και δυστύχησε. β. για παιδί, που το αντιμετωπίζει ο προστάτης ή ο κηδεμόνας του με αδιαφορία ή με εχθρότητα.

[κακο- + πέφτω]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοπέφτω.
  • 1) Πέφτω σε δυστυχία:
    • (Iστ. Bλαχ. 1365).
  • 2) Kάνω κακό γάμο:
    • δεν εκακόπεσεν μαζί μου το παιδί σου (Διγ. O 1976).
  • 3) Πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου:
    • (Διγ. Άνδρ. 3671).
  • 4) Έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάπ.:
    • (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 418).

[<επίρρ. κακά + πέφτω. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go