Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακομιλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακομιλώ [kakomiló] & -άω Ρ10.1α : 1. μιλώ σε κπ. με απότομο, σκληρό ή απρεπή τρόπο. ANT καλομιλώ. 2. δε μιλώ σωστά μια γλώσσα: Tα κακομιλάει τα γαλλικά.

[κακο- + μιλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go