Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομελετώ [kakomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. κακομελετημένος στη σημ. 2 : 1. εκφράζω την υποψία ή το φόβο ότι θα συμβεί κτ. κακό και με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, προκαλώ ή υποβοηθώ την πραγματοποίησή του. ANT καλομελετώ: Θα τα καταφέρουμε, μην κακομελετάς. Tο κακομελέτησες κι έγινε. 2. (προφ.) δε μελετώ καλά κτ.: Tο μάθημά σου το κακομελέτησες, διάβασέ το πάλι. Πήγε στο σχολείο κακομελετημένος.
[κακο- + μελετώ]