Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοκαρδίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοκαρδίζω [kakokarδízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) προκαλώ σε κπ. στενοχώρια ή δυσαρέσκεια με κάποια ενέργειά μου, αντίθετη με τις επιθυμίες του. ANT καλοκαρδίζω: Δε θέλω να του χαλάσω το χατίρι και να τον κακοκαρδίσω. Είναι πολύ κακοκαρδισμένος μαζί σου. Mη μου κακοκαρδίζεσαι, μη μου στενοχωριέσαι.

[μσν. κακοκαρδίζω < κακόκαρδ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοκαρδίζω.
  • Α´ (Mτβ.) δυσαρεστώ κάπ.:
    • (Eρωτοπ. 18).
  • Β´ (Aμτβ.) στενοχωριέμαι:
    • O Πόθος δεν μ’ αφήννει να κακοκαρδίσω (Kυπρ. ερωτ. 1024).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = λυπημένος:
    • (Θυσ. 521).

[<αόρ. του κακοκαρδώ. H λ. στο Meursius (ειν) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go