Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοθανατίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοθανατίζω [kakoθanatízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) έχω κακό, οδυνηρό θάνατο.

[μσν. κακοθανατ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. κακοθανατησ- < κακοθάνατ(ος) -ώ]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοθανατίζω.
  • Α´ (Aμτβ.) βρίσκω άσχημο θάνατο:
    • (Θυσ. 892).
  • Β´ (Mτβ.) προκαλώ σε κάπ. άσχημο θάνατο:
    • (Mαχ. 39816).

[<αόρ. του κακοθανατώ. H λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go