Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακογράφω [kakoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. κακόγραψα και κακοέγραψα, απαρέμφ. κακογράψει, παθ. αόρ. κακογράφτηκα και κακογράφηκα, απαρέμφ. κακογραφτεί και κακογραφεί, συνήθ. στη μππ. κακογραμμένος ANT καλογραμμένος : 1. γράφω κτ. με γράμματα ακαλαίσθητα ή και δυσανάγνωστα: Ένα κακογραμμένο σημείωμα. Kακογραμμένη υπογραφή. 2. συντάσσω ή συγγράφω κτ. με τρόπο κακό, ώστε να παρουσιάζει λάθη ή ατέλειες στη σύνταξη, στο νόημα, στο ύφος κτλ.: Kακογραμμένη έκθεση / αίτηση. Kακογραμμένο σύγγραμμα / μυθιστόρημα. || γράφω κτ. πρόχειρα, με λάθη, ελλείψεις κτλ.: Tις κακόγραψε τις ασκήσεις του, γιατί ήθελε να τελειώσει γρήγορα.
[λόγ. κακογράφ(ος) -ω (αναδρ. σχημ.)]