Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακογερνώ [kakojernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. κακογέρασα, απαρέμφ. κακογεράσει, μππ. κακογερασμένος : (οικ.) 1. γερνώ, συνήθ. πρόωρα, και αποκτώ έντονα τα σημάδια της ηλικίας, που αλλάζουν και ασχημίζουν το πρόσωπο και το σώμα μου. 2. περνώ την περίοδο των γηρατειών με στέρηση και δυστυχία, έχω κακά γεράματα.
[κακο- + γερνώ]