Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακεύω [kakévo] Ρ5.2α : (προφ.) μεταβάλλεται ο χαρακτήρας μου και γίνομαι κακός: Kάκεψε τελευταία· έγινε δύστροπος, απότομος, εριστικός.
[μσν. κακεύω < κακ(ός) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακεύω.
-
- Eχθρεύομαι, μισώ:
- (Xρον. Mορ. H 3777).
[<επίθ. κακός + κατάλ. ‑εύω. H λ. και σήμ. ποντ. (Παπαδ.)]
- Eχθρεύομαι, μισώ: