Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακαφορούμαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κακαφορούμαι· κακοφορούμαι.
  • Bάζω κακό με το μυαλό μου:
    • (Kάτης 92).

[<επίρρ. κακά + αφορούμαι. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go