Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καινουργιώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
καινουργιώνω· καινουργώνω.
  • 1) Aνανεώνω, ανακαινίζω:
    • την παλαιά μου ελπίδα καινουργώνω (Πιστ. βοσκ. I 4, 90
    • (ηθ.):
      • καινούργωσε τες καρδίες μας (Χριστ. διδασκ. 445).
  • 2) Eπαναλαμβάνω κ.:
    • σ’ εμέ τον ίδιον θάνατον θε να δώσω, τ’ Aμύντα το πικρότατον ξόμπλι να κανουργώσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [914]).

[<επίθ. καινούργιος + κατάλ. ώνω· πβ. αρχ. καινουργέω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go