Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθολικεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθολικεύω [kaθolikévo] -ομαι Ρ5.1 : γενικεύω, επεκτείνω κτ. σε ένα ευρύτερο σύνολο: Mην καθολικεύεις μεμονωμένα περιστατικά. H αντίδρα ση καθολικεύτηκε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.

[λόγ. καθολικ(ός) 1 -εύω απόδ. γαλλ. généraliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go