Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθιζάνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθιζάνω [kaθizáno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) 1. (γεωλ.) για έδαφος που υφίσταται καθίζηση. 2. (χημ.) για ουσία διαλυμένη μέσα σε υγρό που κατακάθεται ως ίζημα.

[λόγ. < αρχ. καθιζάνω `κάθομαι κάτω΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. καθίζηση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go