Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθετοποιώ [kaθetopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. κάθετο, κυρίως για παραγωγική διαδικασία που αρχίζει από την πρώτη ύλη και προχωρεί σε όλα τα στάδια έως το τελικό προϊόν: Kαθετοποιημένη αυτοκινητοβιομηχανία / βιομηχανία ενδυμάτων.
[λόγ. καθετο(ποίησις) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]