Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καδράρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καδράρω [kaδráro] Ρ6α μππ. καδραρισμένος : 1.τοποθετώ εικόνα σε κάδρο. 2. (φωτογρ., κινημ.) τοποθετώ την εικόνα στο οπτικό κάδρο: Kαδράρισε πρώτα και ύστερα άρχισε να τραβάει.

[κάδρ(ο) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go