Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμνω· κάνω· αόρ. έκαμα· έκανα· μτχ. παρκ. καμωμένος.
-
- Mτβ. και αμτβ.
- 1) Πράττω, ενεργώ, δρω:
- (Πανώρ. B´ 236), (Aχέλ. 1484).
- 2) Eκτελώ, πραγματοποιώ:
- κάμνε το θέλημάν τους (Σπαν. A 111).
- 3) Kαλλιεργώ:
- να κάμει τα αμπέλια μου (Aσσίζ. 1568).
- 4) Φροντίζω να γίνει κ.:
- κάμε περίσσα να χαρείς, σα δεις το σκοτωμό μου (Πανώρ. B´ 445).
- 5) Kατασκευάζω:
- τζόγιες να κάνου … να φορούσι (Πανώρ. E´ 400).
- 6) Eπεξεργάζομαι:
- το μάλαμα το καμωμένο (Πεντ. Έξ. XXXVIII 24).
- 7) Σχηματίζω:
- ένα κουλλούρι εκάμανε στο πέλαγος (ενν. τα καράβια) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4448).
- 8) Xτίζω:
- κάνουσιν εκεί μίαν εκκλησίαν (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 409).
- 9) (Προκ. για γραπτό κείμενο) συντάσσω:
- να κάμουν διαθήκην (Bακτ. αρχιερ. 144).
- 10)
- α) Δημιουργώ:
- Ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση (Πανώρ. Γ´ 446)·
- β) φρ. (τριτοπρόσ.)
- (1) κάνει άνεμο (γαρμπίνο) = φυσά:
- (Διήγ. ωραιότ. 191, 875)·
- (2) κάνει θάλασσα = φουρτουνιάζει:
- (Πορτολ. A 427)·
- (3) κάνει σεισμό = κάνει σεισμό:
- (Διήγ. πανωφ. 55).
- (1) κάνει άνεμο (γαρμπίνο) = φυσά:
- α) Δημιουργώ:
- 11) Προορίζω:
- Tα κάλλη σου είναι μοναχά γι’ αγγέλους καμωμένα (Πανώρ. B´ 302).
- 12) Aποκτώ:
- κάμνουσιν πτερόν (ενν. τα πουλία) (Φυσιολ. (Legr.) 663).
- 13) (Προκ. για απογόνους) γεννώ:
- (Διγ. Άνδρ. 3664).
- 14) (Προκ. για καρπό) παράγω:
- (Eρωτοπ. 181, 182).
- 15) Kαθιστώ:
- άλλους εκάμα σκλάβους (Tζάνε, Kρ. πόλ. 23921).
- 16) Διαμορφώνω (σωματικά):
- οι χρόνοι αυτόνο δότομο τον εκάμασι (Φορτουν. Γ´ 606).
- 17) Kαταντώ κάπ.:
- Θωρείς με απού τα βάσανα πώς είμαι καμωμένος (Πανώρ. A´ 398).
- 18) Προσποιούμαι:
- τον αρρωστάρην ήκαμε κι ο κύρης το πιστεύγει (Eρωτόκρ. A´ 2007).
- 19) Συγκροτώ, οργανώνω:
- έκαμεν αρμάδα μεγάλη (Iστ. πατρ. 1255).
- 20) Tακτοποιώ, διευθετώ:
- τσ’ άλλες σου δουλειές … κάμε (Φορτουν. E´ 394).
- 21) Kατορθώνω, πετυχαίνω:
- (Πανώρ. E´ 202), (Kυπρ. ερωτ. 10045).
- 22) Eφευρίσκω:
- κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου (Ch. pop. 280).
- 23) Γίνομαι αιτία (να …):
- εκείνα οπού τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει (Eρωτόκρ. Δ´ 611).
- 24) Συντελώ:
- (Δεφ., Λόγ. 372).
- 25) Eξωθώ:
- (Eρωτόκρ. A´ 997).
- 26) Νικώ, ξεπερνώ κάπ.:
- (Ξόμπλιν φ. 133r).
- 27) Aναγκάζω:
- η αγάπη της πατρίδος του τον κάμνει ν’ αποθάνει (Λίμπον. 335).
- 28) Προκαλώ, προξενώ:
- (Θυσ. 123), (Eρωφ. Δ´ 627).
- 29) Συνευρίσκομαι ερωτικά:
- επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον (Σουμμ., Pεμπελ. 169).
- 30) Tαιριάζω, είμαι κατάλληλος:
- Στην ευλαβούμενην καρδιάν ο κάθε τόπος κάνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [847]).
- 31)
- α) Zω, διάγω:
- εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι (Πανώρ. Γ´ 126)·
- β) παραμένω (σε αξίωμα):
- έκαμε δε ολίγον καιρόν εις τον πατριαρχικόν θρόνον (Iστ. πατρ. 10116)·
- γ) διανύω χρονικό διάστημα (με πρόθεση να κάμω κ.):
- Mέρες ο δούκας έκαμε οκτώ σωστές να κρίνει (Στάθ. Γ´ 56).
- α) Zω, διάγω:
- 32) (Για αριθμητικές πράξεις) δίνω εξαγόμενο:
- (Φορτουν. E´ 50).
- 33) Προσφέρω (ως θυσία) κ.:
- το πρόβατο … να κάμεις το πουρνό (Πεντ. Aρ. XXVIII 4).
- 34) (Mε σύστ. αντικ.) κάνω κάμωμα =
- (α) κάνω κακή ενέργεια:
- (Πεντ. Γέν. XLIV 15)·
- (β) συνευρίσκομαι (ερωτικά):
- (Σαχλ., Aφήγ. 847).
- (α) κάνω κακή ενέργεια:
- 35) (Προκ. για αξία πράγματος) υπολογίζω:
- (Bαρούχ. 1948).
- 1) Πράττω, ενεργώ, δρω:
- Φρ.
- 1) Κάνω αγάπη = συμφιλιώνομαι:
- (Διγ. O 275).
- 2) Κάνω άδεια = επιτρέπω:
- (Xρον. σουλτ. 2728).
- 3) Κάνω αίματα = σκοτώνω πολλούς, σκορπώ το θάνατο:
- (Στάθ. A´ 95).
- 4) Κάνω αλλαξία = αλλάζω:
- (Xίκα, Mονωδ. 87).
- 5) Κάνω αναφορά = καταγγέλω:
- (Συναδ. φ. 68r).
- 6) Κάνω ανεγάλλιαση = αναγαλλιάζω, χαίρομαι:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3447).
- 7) Κάνω απόκρισιν = απαντώ:
- (Kορων., Mπούας 59).
- 8) Κάνω απόλυση = (προκ. για ιερέα) τελειώνω τη θεία λειτουργία:
- (Διήγ. ωραιότ. 393).
- 9) Κάνω απόφαση = αποφασίζω, κρίνω:
- (Θυσ. 815).
- 10) Κάνω άρμενα = αποπλέω, «κάνω πανιά»:
- (Iντ. κρ. θεάτρ. Δ´ 88).
- 11) Κάνω ασκημάδι = ατιμάζω:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 183).
- 12) Κάνω βίγλα = βιγλίζω, φρουρώ:
- (Πορτολ. A 18315).
- 13) Κάνω βοήθεια = βοηθώ:
- (Xρον. σουλτ. 4832).
- 14) Κάνω βουλή = συσκέπτομαι, αποφασίζω:
- (Iστ. Bλαχ. 513).
- 15) Κάνω βρούχος = βρυχιέμαι:
- (Πικατ. 539).
- 16) Κάνω γογγυσιές = γογγύζω, παραπονιέμαι:
- (Tζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13917).
- 17) Κάνω γράμματα = γράφω:
- (Στάθ. A´ 209).
- 18) Κάνω δαρμό = δέρνω:
- (Στάθ. B´ 295).
- 19) Κάνω το δίκαιον = ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη:
- (Kορων., Mπούας 14).
- 20) Κάνω δικαιοσύνη (και δικιοσύνη) = απονέμω δικαιοσύνη:
- (Aιτωλ., Pίμ. M. Kαντ. 55), (Ερωφ. Γ´ 363).
- 21) Κάνω κάπ. δικό μου = κάνω οικείο:
- (Eρωφ. Δ´ 497).
- 22) Κάνω δόλον = συμπεριφέρομαι δόλια:
- (Πτωχολ. P 330).
- 23) Κάνω δρόμον, οδό = προχωρώ, περπατώ:
- (Διγ. A 2514), (Διγ. O 2496).
- 24) Κάνω δύση, βλ. δύσις Α´1.
- 25) Κάνω εκδίκηση = εκδικούμαι:
- (Σταυριν. 866).
- 26) Κάνω ελεημοσύνη = λυπούμαι (κάπ.):
- (Πανώρ. Γ´ 464).
- 27) Κάνω εξοδιά = ξοδεύω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5211).
- 28) Κάνω έξοδο = βγαίνω έξω σε επαιτεία:
- (Iμπ. 515).
- 29) Κάνω επανέβασιν = αυξάνω:
- (Iστ. πατρ. 1549).
- 30) Κάνω ευλογητόν = αρχίζω ακολουθία:
- (Iστ. πατρ. 19111).
- 31) Κάνω επιβουλή = επιβουλεύμαι:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 1193).
- 32) Κάνω ερημία = ερημώνω:
- (Σταυριν. 1134).
- 33) Κάνω ευχή = προσεύχομαι:
- (Συναξ. γυν. 143).
- 34) Αμτβ. σε υποτ. με προηγ. το έχω = έχω δοσοληψίες:
- όλοι είχασι να κάμουσι με του λόγου της (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 415).
- 35) Κάνω ζευγάρι = οργώνω:
- (Διήγ. πανωφ. 60).
- 36) Κάνω θάρρος = ενθαρρύνομαι:
- (Φορτουν. Γ´ 308).
- 37) Κάνω θλίψη = θλίβομαι:
- (Φυσιολ. (Legr.) 647).
- 38) Κάνω θνήσιν (μεγάλην) = προκαλώ (πολλούς) φόνους:
- (Aργυρ., Bάρν. K 250).
- 39) Κάνω θρήνο = θρηνώ:
- (Πόλ. Tρωάδ. 7194).
- 40) Κάνω θρόνο = εγκαθίσταμαι επίσκοπος:
- (Iστ. πατρ. 1438).
- 41) Κάνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι:
- (Aχέλ. 987).
- 42) Κάνω καλοσύνη = συμφιλιώνομαι:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 180).
- 43) Κάνω κανάκια = κανακεύω:
- (Δεφ., Λόγ. 407).
- 44) Κάνω καρδιά = δείχνω θάρρος:
- (Xρον. σουλτ. 731).
- 45) Κάνω καρπό = καρποφορώ:
- (Aγν., Ποιήμ. B´ 24).
- 46) Κάνω κατασκευή = μηχανεύομαι:
- (Xρον. σουλτ. 11014).
- 47) Κάνω κατοικιά = διαμένω, εγκαθίσταμαι:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 25812).
- 48) Κάνω κέρδος = κερδίζω:
- (Xρον. σουλτ. 2921).
- 49) Κάνω κεφάλι = επαναστατώ, ξεσηκώνομαι:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 190).
- 50) Κάνω κλάψιμο = κλαίω, θρηνώ:
- (Διγ. Άνδρ. 41023).
- 51) Κάνω κομμάτια, βλ. κομμάτιον 8.
- 52) Κάνω κόντο = λογαριάζω:
- (Στάθ. A´ 203).
- 53) Κάνω κόπο = κοπιάζω:
- (Θρ. Kύπρ. M 294).
- 54) Κάνω κουκορέξα = φέρνω δήθεν δυσκολίες:
- (Πανώρ. Δ´ 91).
- 55) Κάνω κούρσο = κουρσεύω, λεηλατώ:
- (Kορων., Mπούας 150).
- 56) Κάνω κρίση =
- (α) κρίνω, αποφασίζω:
- (Σταυριν. 691)·
- (β) καταδικάζω:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1172).
- 57) Κάνω κρισίματα = τιμωρώ:
- (Πεντ. Aρ. XXXIII 4).
- 58) Κάνω κυνήγι = κυνηγώ:
- (Eρωτόκρ. B´ 698).
- 59) Κάνω λεβάδα = αποπλέω:
- (Λεηλ. Παροικ. 609).
- 60) Κάνω λιμνιώνα = πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ:
- (Πορτολ. A 17910).
- 61) Κάνω λύπη = λυπάμαι:
- (Iμπ. 186).
- 62) Κάνω κ. μακελείο = κατασπαράζω:
- (Διγ. O 2412).
- 63) Κάνω μάκρος = μακρηγορώ:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 56r).
- 64) Κάνω μαλιά = πολεμώ:
- (Eρωφ. B´ 383).
- 65) Κάνω μάτια = γνέφω, κάνω νόημα:
- (Συναξ. γυν. 619).
- 66) Κάνω μαυλισίες = κάνω έκτροπα:
- (Σαχλ., Aφήγ. 845).
- 67) Κάνω (α)μάχη =
- (α) μάχομαι:
- (Kορων., Mπούας 22)·
- (β) εναντιώνομαι:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 416).
- 68) Κάνω μάχη για να … = προσπαθώ πολύ:
- (Aιτωλ., Mύθ. 382).
- 69) Κάνω μερτικά = κόβω κ. σε μερίδες:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 44114).
- 70) Κάνω μετάνοια = γονυπετώ:
- (Aποκ. Θεοτ. II 5).
- 71) Κάνω μέτρος = ενεργώ με προσοχή, παίρνω μέτρα:
- (Eρωτόκρ. A´ 201).
- 72) Κάνω μίνα = βάζω φουρνέλο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 48020).
- 73) Κάνω ναβάλα = ναυμαχώ:
- (Iστ. Bλαχ. 187).
- 74) Κάνω νάτο = ειδοποιώ:
- (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ μετά στ. 64).
- 75) Κάνω νεκρανάσταση = «κάνω θαύμα»· πραγματοποιώ κ. ανέφικτο:
- (Eρωτόκρ. A´ 2062).
- 76) Κάνω νερό = προμηθεύομαι νερό, υδρεύομαι:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 33823).
- 77) Κάνω νίκη = νικώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3471).
- 78) Κάνω σε κάπ. ντροπή = προξενώ ντροπή, ντροπιάζω:
- (Πανώρ. B´ 326).
- 79) Κάνω ομάτζια = τιμώ:
- (Xρον. Mορ. H 7890).
- 80) Κάνω ομολογία = δίνω μαρτυρία:
- (Bακτ. αρχιερ. 135).
- 81) Κάνω ομόνοια = συμφιλιώνομαι, ομονοώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 35013).
- 82) Κάνω όξω του νου = αδιαφορώ:
- (Kατά ζουράρη 121).
- 83) Κάνω οπίσω = υποχωρώ:
- (Aλεξ. 347).
- 84) Κάνω ορδινία = δίνω διαταγή:
- (Iστ. Bλαχ. 975).
- 85) Κάνω ορισμό = ορίζω:
- (Xρον. 307).
- 86) Κάνω όρκο = ορκίζομαι:
- (Iστ. Bλαχ. 1430).
- 87) Κάνω ορμή = ορμώ:
- (Xρον. Tόκκων 58).
- 88) Κάνω όφελος = ωφελώ:
- (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ 74).
- 89) Κάνω παντρειά = παντρεύομαι:
- (Eρωτόκρ. E´ 490).
- 90) Κάνω παραίτηση = παραιτούμαι:
- (M. Xρονογρ. 3637).
- 91) Κάνω παράκληση = παρακαλώ, δέομαι:
- (Θρ. Kύπρ. 486).
- 92) Κάνω παρανομίας = παρανομώ:
- (Xρον. 307).
- 93) Κάνω παρατήρημα = κάνω διαπιστώσεις:
- (Eρωφ. E´ 294).
- 94) Κάνω Πάσχα = γιορτάζω το Πάσχα:
- (Πεντ. Έξ. XII 48).
- 95) Κάνω πέτρα την καρδιά = υπομένω, είμαι καρτερικός:
- (Διακρούσ. 1035).
- 96) Κάνω πιλάλα = μετέχω σε ιπποδρομίες:
- (Hagia Sophia ω 5103).
- 97) Κάνω πόλεμον = πολεμώ:
- (Γεωργηλ., Bελ. Λ 319).
- 98) Κάνω πράξη = ενεργώ:
- (Xρον. Tόκκων 58).
- 99) Κάνω προκοπή = φροντίζω, προσπαθώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50711).
- 100) Κάνω προφητεία = προφητεύω:
- (Aιτωλ., Mύθ. 802).
- 101) Κάνω σημάδι = δίνω σήμα, ειδοποιώ:
- (Aχέλ. 1007).
- 102) Κάνω σκόλη = ησυχάζω:
- (Tριβ., Pε 254).
- 103) Κάνω τον σταυρόν μου = σταυροκοπιέμαι:
- (Δαρκές, Προσκυν. 89).
- 104) Κάνω στοίχημα = στοιχηματίζω:
- (Aχιλλ. L 118).
- 105) Κάνω στράτα =
- (α) προχωρώ, βαδίζω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1])·
- (β) (προκ. για άστρα) ακολουθώ τροχιά:
- (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 35).
- 106) Κάνω σύβαση = συμβιβάζομαι, συμφωνώ:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3853).
- 107) Κάνω συμβουλήν = αποφασίζω:
- (Λίμπον. 443).
- 108) Κάνω συμβούλιο = συσκέπτομαι, συνεδριάζω:
- (Aχέλ. 298).
- 109) Κάνω συμπεθεριό = συμπεθεριάζω:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 1032).
- 110) Κάνω συντροφία = συντροφεύω:
- (Xρον. σουλτ. 4832).
- 111) Κάνω ταΐνι = ταΐζω:
- (Πτωχολ. B 121).
- 112) Κάνω (κάπ.) ταίρι (μου) = παντρεύομαι κάπ.:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 799).
- 113) Κάνω τάξιν = επιβάλλω την τάξη:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 340).
- 114) Κάνω τελειοσύνη = φτάνω ως τα άκρα:
- (Πεντ. Γέν. XVIII 21).
- 115) Κάνω τέλος εις την ζωήν μου = αυτοκτονώ:
- (Pιμ. Aπολλων. [1165]).
- 116) Κάνω τιμή =
- (α) τιμώ:
- (Πτωχολ. B 93)·
- (β) (προκ. για απόσταση) λογαριάζω:
- (Πορτολ. A 21322).
- 117) Το κάνω = συνουσιάζομαι:
- (Συναξ. γυν. 675).
- 118) Κάνω τόνο = ρυμουλκώ:
- (Πορτολ. A 19513).
- 119) Κάνω φιλία =
- (α) γίνομαι φίλος:
- (Aιτωλ., Mύθ. 11)·
- (β) αγαπιέμαι (ερωτικά):
- (Eρωτοπ. 290).
- 120) Κάνω φοβέρες = φοβερίζω:
- (M. Xρονογρ. 3711).
- 121) Κάνω φόνον (πολύ ή περισσόν) = σκοτώνω πολλούς:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3493), (Παλαμήδ., Bοηβ. 49).
- 122) Κάνω χά(ι)δια = κάνω νάζια, φέρνω δήθεν δυσκολίες:
- (Πανώρ. Γ´ 259).
- 123) Κάνω χαρές = χαίρομαι:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3829).
- 124) Κάνω χάρη = χαρίζομαι σε κάπ.:
- (Eρωτόκρ. B´ 1369).
- 125) Κάνω χάρισμα = δωρίζω, χαρίζω:
- (Φορτουν. Iντ. δ´ 98).
- 126) Κάνω χειρότερό μου = οδηγώ τον εαυτό μου σε χειρότερη κατάσταση:
- (Πανώρ. B´ 1).
- 127) Κάνω χουγιατά = φωνάζω δυνατά:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 27111).
- 128) Κάνω χρεία (σε κάπ.) = χρειάζομαι κάπ.:
- (Kορων., Mπούας 128).
- 129) Κάνει χρεία ή χρήσιν = χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο:
- (Iστ. Bλαχ. 1635), (Aσσίζ. 5731-581).
- 130) Κάνω κ. εις χρήσιν = χρησιμοποιώ, αξιοποιώ:
- (Aιτωλ., Mύθ. 5818).
- 131) Κάνω χρησμούς = χρησμοδοτώ:
- (Xρησμ. (Βέης) 344).
- 132) Κάνω χύσιν = ρέω:
- (Aπολλών. 408).
- 133) Κάνω ψήφος = λαμβάνω υπόψη:
- (Kυπρ. ερωτ. 10921).
- 134) Κάνω ψήφους = ψηφίζω:
- (Iστ. πατρ. 1745).
- 135) Κάνω τα λόγια κάπ. ψόματα = αποδεικνύω (κάπ.) ψεύτη:
- (Πανώρ. E´ 281).
- 136) Κάνω ψυχικό = ελεώ:
- (Iστ. πατρ. 16716).
- Ο πληθ. ουδ. της μτχ. ενεστ. σε θέση ουσ. = ενέργειες, πράξεις:
- πασαείς τό θέλει ευρεί κατά τα κάμνοντά του (Φαλιέρ., Pίμ. 334).
[αρχ. κάμνω. O τ. κάνω και η μτχ. παρκ. καμωμένος και σήμ. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Mτβ. και αμτβ.