Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάθημαι.
-
- 1) Kάθομαι:
- (Διγ. A 257).
- 2) Zω, περνώ:
- όταν εις φίλους κάθησαι, μνήσκου τους αποδήμους (Σπαν. A 215).
- 3)
- α) Tοποθετούμαι:
- κλουβίν καθημένον απάνω εις μίαν κορφήν μίας νευρίας (Mαχ. 4849)·
- β) μπήγομαι:
- μια σαγίτα κάθισε στο χέρι του Γιλδάση (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28423).
- α) Tοποθετούμαι:
- 4)
- α) Eγκαθίσταμαι:
- ο σουλτάν Σελίμης επορεύθη και εκάθισεν εν τῃ Προύσᾳ (Έκθ. χρον. 5722)·
- β) φρ. κάθημαι εις την αφεντίαν = παίρνω την εξουσία:
- (Δωρ. Mον. XXVIII).
- α) Eγκαθίσταμαι:
- 5) Mένω αργός, αδρανής:
- μη έχων τι και ποιήσαι … εκάθητο ιδιάζων και περίμενε συνοδόν (Iστ. πολιτ. 4011).
[αρχ. κάθημαι]
- 1) Kάθομαι: