Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θωρώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωρώ [θoró] Ρ10.9α : (λογοτ., λαϊκότρ.) κοιτάζω, βλέπω.

[μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ `κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θωρώ,
βλ. θεωρώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go