Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θυμιατίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμιατίζω [θimnatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κουνάω με το χέρι το θυμιατό μέσα στο οποίο καίω θυμίαμα, ως θρησκευτική εκδήλωση· λιβανίζω1. 2. (μτφ., οικ.) λιβανίζω2.

[μσν. θυμιατίζω < επίθ. θυμιατ(ός) (δες στο θυμιατό) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιατίζω.
  • Καίω θυμίαμα (ως θρησκευτική εκδήλωση):
    • Ο προφήτης Ιερεμίας εθυμιάτισεν τον Αλέξανδρον με σμύρνον και λίβανον (Διήγ. Αλ. G 266).

[<ουσ. θυμιατός + κατάλ. ίζω. Η λ. το 10. αι. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go