Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρονιάζω [θronázo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : (οικ.) 1. κάθομαι, βολεύομαι κάπου άνετα και χωρίς διάθεση να σηκωθώ γρήγορα ή να παραχωρήσω τη θέση μου σε κπ. άλλο: Εσύ θρονιάστηκες καλά καλά· εγώ πού να καθίσω; 2. (μτφ.) για κπ. ο οποίος απρόσκλητα εγκαθίσταται για μεγάλο διάστημα κάπου με αποτέλεσμα να προκαλεί δυσαρέσκεια: Ήρθε για δύο μέρες, αλλά θρονιάστηκε για τα καλά και δε λέει να φύγει.
[μσν. θρονιάζω < θρόν(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- θρονιάζω.
-
- 1) Ενθρονίζω, εγκαθιστώ κάπ. σε θρόνο:
- εις το σκαμνί της βασιλείας να τον έχουν θρονιάσει (Χρον. Μορ. H 490).
- 2) (Προκ. για Αγία Τράπεζα) καθαγιάζω, εγκαινιάζω:
- (Hagia Sophia ω 5292).
[<ουσ. θρόνος + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ενθρονίζω, εγκαθιστώ κάπ. σε θρόνο: