Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θριαμβολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θριαμβολογώ [θriamvoloγó] Ρ10.9α : εκφράζω με τρόπο θριαμβευτικό την ικανοποίησή μου για κάποια λαμπρή νίκη ή επιτυχία.

[λόγ. θρίαμ β(ος) -ο- + -λογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go