Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θραύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θραύω [θrávo] -ομαι Ρ5.1 παθ. αόρ. θραύστηκα, απαρέμφ. θραυστεί : (λόγ.) σπάζω.

[λόγ. < αρχ. θραύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go