Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεωρητικολογώ [θeoritikoloγó] Ρ10.9α : (μειωτ.) μιλώ θεωρητικά για ένα θέμα, χωρίς να θέλω ή να μπορώ να ασχοληθώ με την ουσία αυτού του θέματος.
[λόγ. θεωρητικ(ός) -ο- + -λογώ]



