Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεσμοθετώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεσμοθετώ [θezmoθetó] -ούμαι Ρ10.9 : καθιερώνω κτ. ως θεσμό και κυρίως με την τυπική μορφή του νόμου: Mε διάταγμα θεσμοθετήθηκε η χρήση της δημοτικής στη δημόσια διοίκηση.

[λόγ. < ελνστ. θεσμοθετῶ (διαφ. το αρχ. θεσμοθετῶ `έχω το αξίωμα του θεσμοθέτη΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go