Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαυματουργώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαυματουργώ [θavmaturγó] Ρ10.9α : 1. κάνω θαύματα. 2. (μτφ.) πετυχαίνω εξαιρετικό, αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα: H επιστήμη / η τεχνική / η καρδιοχειρουργική θαυματουργεί στις μέρες μας. Οι μπουρλοτιέρηδες του ΄21 θαυματούργησαν με τα πυρπολικά τους. || (ειρ.) για απρεπή, αξιοκατάκριτη δράση ή συμπεριφορά: Οι πορτοφολάδες θαυματούργησαν πάλι τώρα με τις γιορτές.

[λόγ. < αρχ. θαυματουργῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
θαυματουργώ.
  • (Αμτβ. και μτβ.) θαυματουργώ· κάνω κ. θαυματουργικώς:
    • εθαυματούργησε η χάρις του αγίου (Διήγ. πανωφ. 60
    • θαυματουργεί (ενν. η εικόνα της Θεοτόκου) ιάματα (Δωρ. Μον. XXXII).

[αρχ. θαυματουργέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go