Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θαρρεύω· θαρρεύγω· μτχ. αορ. θαρρευθείς.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Έχω εμπιστοσύνη σε κάπ. ή σε κ.:
- μη πολλά θαρρεύεις τον Μπάσταν (Παλαμήδ., Βοηβ. 1303· Χρον. Μορ. P 4926)·
- β) εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.:
- θάρρεψέ μου το να ζεις (Στάθ. Α´ 227).
- α) Έχω εμπιστοσύνη σε κάπ. ή σε κ.:
- 2) Ενθαρρύνω, δίνω θάρρος σε κάπ.:
- να μας θαρρεύσει (ενν. ο Απόστολος) περισσότερον (Χριστ. διδασκ. 107).
- 3) Νομίζω, πιστεύω κ.:
- καράβι το εθάρρεψαν, όλοι ελαθαστήκαν (Αιτωλ., Μύθ. 1094).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) παίρνω θάρρος:
- απάνω ’ς τέτοιον λογισμόν εθάρρευσεν ατός του (Θησ. Δ´ [395]).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- Α´ Μτβ.
- α) εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.:
- πε το λοιπόν και μη δειλιάς, θαρρέψου το κι εμένα (Θυσ. 122)·
- β) εμπιστεύομαι κάπ.:
- γυναίκα μηδέν θαρρευτείς (Δεφ., Λόγ. 704).
- α) εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.:
- Β´ (Αμτβ.) παίρνω ή έχω θάρρος:
- (Δεφ., Λόγ. 438).
- Α´ Μτβ.
- Η μτχ. παρκ. θαρρεμένος ως επίθ. =
- 1) Άφοβος:
- να πηγαίνομεν θαρρεμένοι έμπροσθεν του Θεού (Χριστ. διδασκ. 94).
- 2) Σίγουρος:
- τούτο ας είσαι θαρρεμένη κι έχε πληροφορία (Ch. pop. 245).
- 1) Άφοβος:
[<ουσ. θάρρος + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.