Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θαμποφέγγω [θamboféŋgo] Ρ αόρ. θαμπόφεξα, απαρέμφ. θαμποφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λογοτ.) φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω: Θαμποφέγγει το φεγγάρι.
[θαμπ(ός) -ο- + φέγγω]



