Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θαμποφέγγω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θαμποφέγγω [θamboféŋgo] Ρ αόρ. θαμπόφεξα, απαρέμφ. θαμποφέξει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (λογοτ.) φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω: Θαμποφέγγει το φεγγάρι.

[θαμπ(ός) -ο- + φέγγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go