Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηρεμώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηρεμώ [iremó] Ρ10.9α : βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος· ησυχάζω: H θάλασσα ηρέμησε. Hρεμήστε παρακαλώ! Hρέμησε πρώτα και μετά κουβεντιάζουμε. || κάνω κπ. ήρεμο: Προσπάθησε να τον ηρεμήσεις! Ο ομιλητής προσπάθησε να ηρεμήσει τους διαδηλωτές. H μουσική με ηρεμεί.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go