Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηθογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηθογραφώ [iθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : για λογοτέχνη που ασχολείται με την ηθογραφία: Έγραφε πολύ χαριτωμένα διηγήματα, ηθογραφούσε πολύ πιστά.

[λόγ. < ελνστ. ἠθογραφῶ `περιγράφω χαρακτήρες΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go