Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηθικοποιώ [iθikopió] Ρ10.9α : διαπλάθω, διαμορφώνω ή αναμορφώνω κπ. ή κτ. σύμφωνα με κάποια πρότυπα ηθικής.
[λόγ. ηθικο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. moraliser]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. ηθικο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. moraliser]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |