Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ηθικολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηθικολογώ [iθikoloγó] Ρ10.9α : μιλάω δογματικά και απόλυτα για την ηθική ή σχολιάζω τις πράξεις των άλλων από στενή ηθική άποψη.

[λόγ. ηθικο(λόγος) -λογώ απόδ. γαλλ. moraliser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go