Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζωηρεύω [zoirévo] Ρ5.2α : 1. γίνομαι ζωηρός ή περισσότερο ζωηρός, ζωντανός ή έντονος: Zωήρεψε το παιδί, έγινε περισσότερο ζωηρό, άτακτο. ANT φρονιμεύω. Tο ενδιαφέρον του κοινού είχε αρχίσει να ζωηρεύει, να γίνεται εντονότερο. H συζήτηση ολοένα και περισσότερο ζωήρευε. 2. κάνω κπ. ή κτ. ζωηρό ή περισσότερο ζωηρό: H μουσική ζωήρεψε την ατμόσφαιρα.
[λόγ. ζωηρ(ός) -εύω]