Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγώ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζύγωμα το [zíγoma] Ο49 : (λογοτ.) πλησίασμα.

[ζυγώ(νω) -μα (διαφ. το συγγ. ελνστ. ζύγωμα `αμπάρα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζύγωμα το.
  • Απώθηση:
    • περίσσια ζυγώματα κι ωραιότατες μαλιές (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 124).

[<ζυγώνω (σημασ. 2) + κατάλ. μα· βλ. Βλάχ., λ. ζή‑. Η λ. με διαφορ. σημασ. μτγν. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγωματικός -ή -ό [ziγomatikós] Ε1 : (ανατ.) α. ζυγωματικά οστά, και ως ουσ. τα ζυγωματικά, τα δύο οστά του προσώπου που ενώνουν την κάτω σιαγόνα με το κρανίο, και το αντίστοιχο τμήμα των παρειών κάτω από τα μάτια· (πρβ. τα μήλα* του προσώπου). β. που βρίσκεται στα ζυγωματικά οστά: Zυγωματική απόφυση. Zυγωματικό τόξο / νεύρο.

[λόγ. < γαλλ. zygomatique < νλατ. zygomaticus < zygomat- < ελνστ. ζυγωματ- (ζύγωμα) `ζυγωματικό τόξο΄ -icus = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγώνω [ziγóno] Ρ1α : (λογοτ.) πηγαίνω κοντά ή περισσότερο κοντά σε κπ. ή σε κτ.· πλησιάζω, σιμώνω: Mη ζυγώνεις· μείνε εκεί που είσαι.

[μσν. ζυγώνω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ζυγ(ῶ) -ώνω `συνδέω΄ < αρχ. ζυγῶ `υποτάσσω΄ (< ουσ. ζυγός)]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγώνω· αόρ. εζύγωξα.
  • 1) Πλησιάζω:
    • ζύγωσε στους ναύτες (Θησ. Δ´ [333]).
  • 2)
    • α) Απομακρύνω, διώχνω:
      • Το ’να μ’ αφτί σού τα γροικά και τ’ άλλο τα ζυγώνει (Ερωτόκρ. Γ´ 161
    • β) καταδιώκω:
      • οι Αθηναίοι φεύγασι κι οι Βλάχοι τσι ζυγώνα (Ερωτόκρ. Δ´ 1022).

[αρχ. ζυγόω. Η λ. στο Βλάχ. (ζη‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγώτης ο [ziγótis] Ο10 : (βιολ.) ζυγωτό κύτταρο.

[λόγ. < διεθ. zygot(e) -ης < αρχ. ζυγωτός `ζεμένος στο ζυγό΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγωτός -ή -ό [ziγotós] Ε1 : (βιολ.) ζυγωτό κύτταρο, το αρχικό κύτταρο από το οποίο προέρχεται ένας νέος οργανισμός και το οποίο σχηματίζεται από την ένωση δύο γαμετών, του αρσενικού και του θηλυκού.

[λόγ. < διεθ. zygote < αρχ. ζυγωτός `ζεμένος στο ζυγό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες