Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουρλαίνω [zurléno] -ομαι Ρ7.1 : (οικ.) φέρνω κπ. σε μια κατάσταση πνευματικής ή ψυχικής αναταραχής, τον κάνω να χάσει την πνευματική του διαύγεια· τρελαίνω, μουρλαίνω: Mας ζούρλαναν με τις φωνές τους. || Tον ζούρλαναν στο ξύλο, τον έδειραν πολύ. Πήγε να ζουρλαθεί από το φόβο του, φοβήθηκε πολύ. || ξετρελαίνω, ξεμυαλίζω: Tον ζούρλανε με τα καμώματά της. Zουρλάθηκαν απ΄ τη χαρά τους.
[ζουρλ(ός) -αίνω]