Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζουπώ [zupó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου) για να περιορίσω τον όγκο του ή για να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουλώ: ~ ένα λεμόνι για να βγει ο χυμός του, στύβω. Zουπηγμένα φρούτα. || (μτφ.): Mη σπρώχνετε· με ζουπήξατε.

[ζουπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζουπισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες