Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζουμάρω [zumáro] Ρ6α : φέρνω κοντύτερα ή απομακρύνω την εικόνα (μιας κινηματογραφικής κτλ. μηχανής), με κατάλληλο χειρισμό του φακού ζουμ.
[ζουμ -άρω]