Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλώ [ziló] Ρ β' πρόσ. ζηλοίς, γ' πρόσ. ζηλοί, β' πληθ. ζηλοίτε, αόρ. εζήλω σα, απαρέμφ. ζηλώσει (συνήθ. στο αορ. θ.) : (λόγ., ειρ.) επιθυμώ κτ. ζηλεύοντας αυτούς που το είχαν πριν από εμένα: Εζήλωσαν τη δόξα των προγόνων.
[λόγ. < αρχ. ζηλῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλωτής ο [zilotís] Ο7 θηλ. ζηλώτρια [zilótria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. ένθερμος και αφοσιωμένος θαυμαστής και υποστηρικτής ή μιμητής κάποιου ή κάποιας ιδέας: Ο τάδε είναι ~ κάθε νεωτεριστικής ιδέας. 2. (ιστ.) α. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής μερίδας, κατά το 14ο αι. (στη Θεσσαλονίκη): H επανάσταση / το κίνημα των Zηλωτών το 1341. β. οπαδός πολιτικοθρησκευτικής ιουδαϊκής κίνησης στην Παλαιστίνη κατά τον 1ο μ.X. αι., που διακρινόταν για το φανατισμό του.
[λόγ. < αρχ. ζηλωτής· λόγ. ζηλω (τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζηλωτικός, επίθ.
-
- Αξιοζήλευτος:
- ο τεχνίτης … κατεσκεύασέν τα ζηλωτικά εις ασχόλησιν (Λίβ. N 1671).
[αρχ. επίθ. ζηλωτικός]
- Αξιοζήλευτος: