Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζηλοφθονώ [zilofθonó] Ρ10.9α : ζηλεύω και φθονώ κπ. ή για κτ.: Zηλοφθονούσαν οι δειλοί τους αντρειωμένους.
[λόγ. ζηλόφθον(ος) -ώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζηλοφθονώ.
-
- Ζηλεύω, φθονώ:
- διαπάς αν είναι φρόνιμος, … ζηλοφθονούν απάνω ντου (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 334).
[<επίθ. ζηλόφθονος. Η λ. και σήμ.]
- Ζηλεύω, φθονώ: