Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ζεματίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ζεματίζω.
  • 1) Ζεματίζω· καίω:
    • ψιχίτσας ζεματίσετε μικράς εις το γαβάθιν (Προδρ. IV 594
    • Των κόλακω τα στόματα θέλουν να ζεματίσουν (Τζάνε, Κατάν. 419).
  • 2) (Μεταφ.) προξενώ σε κάπ. μεγάλη και ξαφνική στενοχώρια:
    • ωσά ζεματισμένος σηκώνομαι (Φορτουν. Α´ 254).

[<ουσ. ζέμα + κατάλ. ίζω. Η λ. το 10.-11. αι. (LBG), στο Du Cange (λ. ζέμα) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go