Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζαλίζω [zalízo] -ομαι Ρ2.1 : α. προκαλώ σε κπ. ζάλη: Θα ταξιδέψω με τρένο, γιατί το αυτοκίνητο με ζαλίζει. Mε ζάλισε το κρασί. Zαλίστηκε κι ακούμπησε στον τοίχο να μην πέσει. β. ταλαιπωρώ, κουράζω τη σκέψη κάποιου, ώστε να χάσει την πνευματική του διαύγεια: Πάψε πια· μας ζάλισες με την πολυλογία σου. Δε θα σας ζαλίσω με πολλές λεπτομέρειες. Mη μου ζαλίζεις το κεφάλι. || Zαλίστηκα· ας κάνουμε ένα διάλειμμα.

[μσν. ζαλίζω < ζάλ(η) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ζαλίζω.
  • I. Ενεργ.
    • α) Προκαλώ ζάλη σε κάπ.:
      • του σπαθίου σου … το κρούσμα ζάλισέ με (Θησ. Ε´ [733]
    • β) προκαλώ νύστα σε κάπ.:
      • ο ύπνος το ζαλίζει (Θυσ. 489
    • γ) σκοτίζω· στενοχωρώ κάπ.:
      • εζάλισέ με, δε μπορώ πλιο μου να τον ακούγω (Φορτουν. Β´ 39
    • δ) προκαλώ συγκίνηση· αναστατώνω κάπ.:
      • ήλαχεν εις τη χέρα της … χαρτί … που την εζάλισε (Ερωτόκρ. Α´ 1432).
  • II. Μέσ.
    • α) Ζαλίζομαι:
      • ζαλίζομαι, και δεν κατέχω πού ’μαι (Φορτουν. Α´ 118
    • β) ταράζομαι, αναστατώνομαι:
      • αγανακτεί, λιγοψυχεί, ζαλίζεται (Καλλίμ. 1770
    • γ) (προκ. για τη θάλασσα) ταράσσομαι:
      • (Γλυκά, Στ. 276
    • δ) τρομάζω, φοβάμαι:
      • καθόλου μηδέν ζαλιστείς αχ τ’ άρματά του (Κυπρ. ερωτ. 15324).

[<ουσ. ζάλη + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες