Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ζέω [zéo] Ρ (στο γ' πρόσ., στον ενεστ.) : (λόγ., για υγρά) βράζω, κοχλάζω: Tο νερό ζέει στους 100Γ C.
[λόγ. < αρχ. ζέω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζέω.
-
- (Μεταφ.) φλέγομαι, «βράζω», κατέχομαι υπερβολικά από κάπ. συναίσθημα:
- πελεκυφόρους πεζούς αρεϊκῴ θυμῴ ζέοντας (Δούκ. 22725).
- Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
- 1) Ζεστός:
- στάκτην … ζέουσαν (Ταμυρλ. 56).
- 2) Μεταφ.
- α) θερμός, φλογερός, έντονος:
- επιθυμίας … ζεούσης (Δούκ. 40117)·
- β) έκφρ. ζέουσα καρδία = θερμά, καλά αισθήματα:
- (Πτωχολ. α 15).
- α) θερμός, φλογερός, έντονος:
- 1) Ζεστός:
- Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ζεστό νερό που προστίθεται στο ιερό δισκοπότηρο πριν από τη θεία κοινωνία:
- (Βακτ. αρχιερ. 153).
[αρχ. ζέω. Τ. σήμ. ιδιωμ.]
- (Μεταφ.) φλέγομαι, «βράζω», κατέχομαι υπερβολικά από κάπ. συναίσθημα: