Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζέχνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζέχνω [zéxno] Ρ3α : (προφ.) μυρίζω άσχημα· βρομώ: Zέχνει ολόκληρος από τη βρόμα και την απλυσιά. (έκφρ.) βρομάει* και ζέχνει.

[< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες