Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επερωτώ [eperotó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : κάνω επερώτηση: Ο επερωτών βουλευτής, αυτός που την έχει υποβάλει. Ο επερωτώμενος υπουργός, αυτός στον οποίο απευθύνεται η επερώτηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐπερωτῶ `κάνω επίσημη ερώτηση κατά το ρωμαϊκό δίκαιο΄, αρχ. σημ.: `ρωτώ, συμβουλεύομαι΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- επερωτώ.
-
- Ρωτώ, ζητώ να μάθω κ.:
- (Διγ. Gr. 2724).
[αρχ. επερωτάω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ρωτώ, ζητώ να μάθω κ.: