Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επαρκώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαρκώ [eparkó] Ρ10.10α : α.είμαι αρκετός, υπάρχω στην αναγκαία ποσότητα: Tα αποθέματα καυσίμων, που διαθέτει η χώρα μας, επαρκούν μόνο για ένα μήνα, φτάνουν. β. (για πρόσ.) έχω τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπαρκῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go