Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανιδρύω [epaniδrío] -ομαι Ρ9 : ιδρύω εκ νέου κτ. 1. (σπάν.) κατασκευάζω κτ. εκ νέου: Ο ναός κάηκε, επανιδρύθηκε όμως σύντομα. 2. ανασυσταίνω: Επανιδρύεται ένα διαλυμένο πολιτικό κόμμα.
[λόγ. επαν(α)- ιδρύω μτφρδ. γαλλ. reconstituer]