Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανεντάσσω [epanendáso] -ομαι Ρ2.2 αόρ. επανένταξα, απαρέμφ. επανεντάξει : εντάσσω εκ νέου κπ. ή κτ. εκεί που ανήκε προηγουμένως: Οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης προσπαθούν να επανενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
[λόγ. επαν(α)- εντάσσω]