Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανεκδίδω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεκδίδω [epanekδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επανεξέδιδα, αόρ. επανεξέδωσα, απαρέμφ. επανεκδώσει, παθ. αόρ. επανεκδόθηκα, απαρέμφ. επανεκδοθεί : κάνω επανέκδοση: Επανεκδίδεται ένα μυθιστόρημα / περιοδικό.

[λόγ. επαν(α)- εκδίδω μτφρδ. γαλλ. rééditer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go