Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανασυνδέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανασυνδέω [epanasinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) : κάνω επανασύνδεση, συνδέω εκ νέου.

[λόγ. επανα- συνδέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go